λεπτοδακτυλία

λεπτοδακτυλία
η
ιατρ. συγγενής ανατομική κατάσταση κατά την οποία το μέγεθος τών δακτύλων εμφανίζεται υπερβολικά μικρό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεπτοδάκτυλος — η, ο (Μ λεπτοδάκτυλος, ον) αυτός που έχει λεπτά, αβρά δάκτυλα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο λεπτοδάκτυλος α) αυτός που παρουσιάζει λεπτοδακτυλία β) ζωολ. γένος άνουρων αμφιβίων τής οικογένειας leptodactylidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + δάκτυλος (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”